τιταίνων

τιταίνων
τιταίνω
stretch
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλίντονος — παλίντονος, ον (Α) 1. (για τόξο) ελαστικός, αυτός που τεντώνει και επανέρχεται στην προηγούμενη θέση του («παλίντονα τόξα τιταίνων», Ομ. Ιλ.) 2. ο προς τα πίσω τεντωμένος («Ἔρως... ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”